- νικύρτας
- νικύρτας,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νικύρτας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δουλέκδουλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. ασιατικής προέλευσης] … Dictionary of Greek